Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "colonial" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποικιακή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Colonial

[Αποικιακός]
/kəloʊniəl/

noun

1. A resident of a colony

    synonym:
  • colonial

1. Κάτοικος αποικίας

    συνώνυμο:
  • αποικιακός

adjective

1. Of or relating to or characteristic of or inhabiting a colony

    synonym:
  • colonial

1. Από ή σχετίζονται με ή χαρακτηριστικά ή κατοικούν σε αποικία

    συνώνυμο:
  • αποικιακός

2. Of animals who live in colonies, such as ants

    synonym:
  • colonial

2. Ζώων που ζουν σε αποικίες, όπως τα μυρμήγκια

    συνώνυμο:
  • αποικιακός

3. Composed of many distinct individuals united to form a whole or colony

  • "Coral is a colonial organism"
    synonym:
  • colonial
  • ,
  • compound

3. Αποτελείται από πολλά ξεχωριστά άτομα ενωμένα για να σχηματίσουν ένα σύνολο ή μια αποικία

  • "Η κόραλ είναι ένας αποικιακός οργανισμός"
    συνώνυμο:
  • αποικιακός
  • ,
  • ένωση