Translation meaning & definition of the word "colonel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνώνυμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Colonel
[Συνταγματάρχης]/kərnəl/
noun
1. A commissioned military officer in the united states army or air force or marines who ranks above a lieutenant colonel and below a brigadier general
- synonym:
- colonel
1. Ένας αξιωματικός του στρατού των ηπα ή της πολεμικής αεροπορίας ή πεζοναύτες που κατατάσσεται πάνω από έναν υπολοχαγό και κάτω από
- συνώνυμο:
- συνταγματάρχης