Translation meaning & definition of the word "colloquial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συνοικισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Colloquial
[Συνοικέσιοσ]/kəloʊkwiəl/
adjective
1. Characteristic of informal spoken language or conversation
- "Wrote her letters in a colloquial style"
- "The broken syntax and casual enunciation of conversational english"
- synonym:
- colloquial ,
- conversational
1. Χαρακτηριστικό της άτυπης ομιλούμενης γλώσσας ή συνομιλίας
- "Έγραψε τα γράμματά της σε ένα καθομιλητικό στυλ"
- "Η σπασμένη σύνταξη και η περιστασιακή εκφώνηση των αγγλικών συνομιλίας"
- συνώνυμο:
- συνεκτικόσ ,
- συνομιλητικόσ