Translation meaning & definition of the word "collision" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύνδεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Collision
[Σύγκρουση]/kəlɪʒən/
noun
1. (physics) a brief event in which two or more bodies come together
- "The collision of the particles resulted in an exchange of energy and a change of direction"
- synonym:
- collision ,
- hit
1. (φυσική) ένα σύντομο γεγονός στο οποίο δύο ή περισσότερα σώματα ενώνονται
- "Η σύγκρουση των σωματιδίων είχε ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή ενέργειας και την αλλαγή κατεύθυνσης"
- συνώνυμο:
- σύγκρουση ,
- χτύπημα
2. An accident resulting from violent impact of a moving object
- "Three passengers were killed in the collision"
- "The collision of the two ships resulted in a serious oil spill"
- synonym:
- collision
2. Ένα ατύχημα που προκύπτει από βίαιο αντίκτυπο ενός κινούμενου αντικειμένου
- "Τρεις επιβάτες σκοτώθηκαν στη σύγκρουση"
- "Η σύγκρουση των δύο πλοίων οδήγησε σε σοβαρή πετρελαιοκηλίδα"
- συνώνυμο:
- σύγκρουση
3. A conflict of opposed ideas or attitudes or goals
- "A collision of interests"
- synonym:
- collision
3. Σύγκρουση αντίθετων ιδεών ή στάσεων ή στόχων
- "Μια σύγκρουση συμφερόντων"
- συνώνυμο:
- σύγκρουση
Examples of using
The bike was mangled in its collision with the truck.
Η μοτοσυκλέτα ήταν παγιδευμένη στη σύγκρουσή της με το φορτηγό.
His story of the collision agrees with mine.
Η ιστορία της σύγκρουσης συμφωνεί με τη δική μου.