Translation meaning & definition of the word "collins" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολλάει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Collins
[Κόλινς]/kɑlɪnz/
noun
1. English writer noted for early detective novels (1824-1889)
- synonym:
- Collins ,
- Wilkie Collins ,
- William Wilkie Collins
1. Άγγλος συγγραφέας σημειώθηκε για τα πρώτα ντετέκτιβ μυθιστορήματα (1824-1889)
- συνώνυμο:
- Κόλινς ,
- Γουίλκι Κόλινς ,
- Γουίλιαμ Γουίλκι Κόλινς
2. Tall iced drink of liquor (usually gin) with fruit juice
- synonym:
- collins ,
- Tom Collins
2. Ψηλό παγωμένο ρόφημα από λικέρ (συνήθως τζιν) με χυμό φρούτων
- συνώνυμο:
- κολλίνεσ ,
- Τομ Κόλινς