Translation meaning & definition of the word "collier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιο σπάνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Collier
[Κολλώδησ]/kɑljər/
noun
1. Someone who works in a coal mine
- synonym:
- coal miner ,
- collier ,
- pitman
1. Κάποιος που εργάζεται σε ανθρακωρυχείο
- συνώνυμο:
- ανθρακωρύχος ,
- παχύτερη ,
- πίτμαν