Translation meaning & definition of the word "collet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολλέγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Collet
[Κολλέ]/kɑlɪt/
noun
1. A metal cap or band placed on a wooden pole to prevent splitting
- synonym:
- ferrule ,
- collet
1. Ένα μεταλλικό καπάκι ή ζώνη που τοποθετείται σε έναν ξύλινο πόλο για να αποτρέψει το διαχωρισμό
- συνώνυμο:
- φερρουλέ ,
- κολλέ
2. A cone-shaped chuck used for holding cylindrical pieces in a lathe
- synonym:
- collet ,
- collet chuck
2. Ένα τσοκ σε σχήμα κώνου που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση κυλινδρικών κομματιών σε τόρνο
- συνώνυμο:
- κολλέ ,
- κολλώδες τσοκ
3. A band or collar that holds an individual stone in a jewelry setting
- synonym:
- collet
3. Μια ζώνη ή ένα κολάρο που κρατά μια μεμονωμένη πέτρα σε ένα περιβάλλον κοσμήματος
- συνώνυμο:
- κολλέ