Translation meaning & definition of the word "collector" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συλλέκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Collector
[Συλλέκτης]/kəlɛktər/
noun
1. A person who collects things
- synonym:
- collector ,
- aggregator
1. Ένα άτομο που συλλέγει πράγματα
- συνώνυμο:
- συλλέκτης ,
- συγκεντρωτήσ
2. A person who is employed to collect payments (as for rent or taxes)
- synonym:
- collector ,
- gatherer ,
- accumulator
2. Ένα άτομο που απασχολείται για τη συλλογή πληρωμών (ας προς ενοικίαση ή φόρους)
- συνώνυμο:
- συλλέκτης ,
- συλλέκτησ ,
- συσσωρευτής
3. A crater that has collected cosmic material hitting the earth
- synonym:
- collector
3. Ένας κρατήρας που έχει συλλέξει κοσμικό υλικό χτυπώντας τη γη
- συνώνυμο:
- συλλέκτης
4. The electrode in a transistor through which a primary flow of carriers leaves the region between the electrodes
- synonym:
- collector
4. Το ηλεκτρόδιο σε ένα τρανζίστορ μέσω του οποίου μια πρωτογενής ροή φορέων εγκαταλείπει την περιοχή μεταξύ των ηλεκτροδίων
- συνώνυμο:
- συλλέκτης
Examples of using
He's an avid art collector.
Είναι ένας άπληστος συλλέκτης τέχνης.
She's an avid art collector.
Είναι μια άπληστη συλλέκτρια τέχνης.
The garbage collector comes three times a week.
Ο συλλέκτης σκουπιδιών έρχεται τρεις φορές την εβδομάδα.