Translation meaning & definition of the word "collectively" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συλλογικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Collectively
[Συλλογικά]/kəlɛktɪvli/
adverb
1. In conjunction with
- Combined
- "Our salaries put together couldn't pay for the damage"
- "We couldn't pay for the damages with all our salaries put together"
- synonym:
- jointly ,
- collectively ,
- conjointly ,
- together with
1. Σε συνδυασμό με
- Συνδυασμένος
- "Οι μισθοί μας δεν μπορούσαν να πληρώσουν για τη ζημιά"
- "Δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε για τις ζημιές με όλους τους μισθούς μας"
- συνώνυμο:
- από κοινού ,
- συλλογικά ,
- συνδεδεμένα ,
- μαζί με