Translation meaning & definition of the word "collective" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συλλογικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Collective
[Συλλογικότητα]/kəlɛktɪv/
noun
1. Members of a cooperative enterprise
- synonym:
- collective
1. Μέλη μιας συνεταιριστικής επιχείρησης
- συνώνυμο:
- συλλογική
adjective
1. Done by or characteristic of individuals acting together
- "A joint identity"
- "The collective mind"
- "The corporate good"
- synonym:
- corporate ,
- collective
1. Γίνεται από ή χαρακτηριστικό των ατόμων που ενεργούν μαζί
- "Μια κοινή ταυτότητα"
- "Το συλλογικό μυαλό"
- "Το εταιρικό καλό"
- συνώνυμο:
- εταιρική ,
- συλλογική
2. Forming a whole or aggregate
- synonym:
- collective
2. Σχηματίζοντας ένα σύνολο ή ένα σύνολο
- συνώνυμο:
- συλλογική
3. Set up on the principle of collectivism or ownership and production by the workers involved usually under the supervision of a government
- "Collective farms"
- synonym:
- collective
3. Συστάθηκε με βάση την αρχή του κολεκτιβισμού ή της ιδιοκτησίας και της παραγωγής από τους εργαζόμενους συνήθως υπό την επίβλεψη
- "Συλλογικές φάρμες"
- συνώνυμο:
- συλλογική