Translation meaning & definition of the word "colleague" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολλέγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Colleague
[Συνάδελφος]/kɑlig/
noun
1. An associate that one works with
- synonym:
- colleague ,
- co-worker ,
- fellow worker ,
- workfellow
1. Ένας συνεργάτης με τον οποίο συνεργάζεται
- συνώνυμο:
- συνάδελφος ,
- συνεργάτης ,
- εργάτης
2. A person who is member of one's class or profession
- "The surgeon consulted his colleagues"
- "He sent e-mail to his fellow hackers"
- synonym:
- colleague ,
- confrere ,
- fellow
2. Ένα άτομο που είναι μέλος της τάξης ή του επαγγέλματός του
- "Ο χειρουργός συμβουλεύτηκε τους συναδέλφους του"
- "Έβαλε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στους συναδέλφους του χάκερ"
- συνώνυμο:
- συνάδελφος ,
- εμποδίζω ,
- συνάδελφοσ
Examples of using
This is Tom, my colleague.
Αυτός είναι ο Τομ, συνάδελφέ μου.
The young Russian geologist hammered off a piece of the stone and minutely examined it. "Basalt!" - he cried rapturously, passing a fragment of the rock to his German colleague.
Ο νεαρός Ρώσος γεωλόγος σφυρηλάτησε ένα κομμάτι της πέτρας και το εξέτασε λεπτομερώς. "Βασάλτης!" - φώναξε αρπακτικά, περνώντας ένα κομμάτι του βράχου στον Γερμανό συνάδελφό του.
Tom is my colleague.
Ο Τομ είναι ο συνάδελφός μου.