Translation meaning & definition of the word "collar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολάρο" στην ελληνική γλώσσα
Collar
[Κολάρα]noun
1. A band that fits around the neck and is usually folded over
- synonym:
- collar ,
- neckband
1. Μια ζώνη που ταιριάζει γύρω από το λαιμό και συνήθως διπλώνεται
- συνώνυμο:
- κολάρο ,
- λαιμό
2. (zoology) an encircling band or marking around the neck of any animal
- synonym:
- collar
2. (ζωολογία) μια περικυκλωτική ζώνη ή σήμανση γύρω από το λαιμό οποιουδήποτε ζώου
- συνώνυμο:
- κολάρο
3. Anything worn or placed about the neck
- "The thief was forced to wear a heavy wooden collar"
- "A collar of flowers was placed about the neck of the winning horse"
- synonym:
- collar
3. Οτιδήποτε φοριέται ή τοποθετείται γύρω από το λαιμό
- "Ο κλέφτης αναγκάστηκε να φορέσει ένα βαρύ ξύλινο κολάρο"
- "Ένα κολάρο λουλουδιών τοποθετήθηκε γύρω από το λαιμό του νικητήριου αλόγου"
- συνώνυμο:
- κολάρο
4. A short ring fastened over a rod or shaft to limit, guide, or secure a machine part
- synonym:
- collar
4. Ένας σύντομος δακτύλιος στερεώνεται πάνω από μια ράβδο ή έναν άξονα για να περιορίσει, να καθοδηγήσει ή να εξασφαλίσει ένα μέρος μηχανών
- συνώνυμο:
- κολάρο
5. The stitching that forms the rim of a shoe or boot
- synonym:
- collar ,
- shoe collar
5. Η ραφή που σχηματίζει το χείλος ενός παπουτσιού ή μιας μπότας
- συνώνυμο:
- κολάρο ,
- κολάρο παπουτσιών
6. A band of leather or rope that is placed around an animal's neck as a harness or to identify it
- synonym:
- collar
6. Μια ζώνη από δέρμα ή σχοινί που τοποθετείται γύρω από το λαιμό ενός ζώου ως λουρί ή για να το αναγνωρίσει
- συνώνυμο:
- κολάρο
7. Necklace that fits tightly around a woman's neck
- synonym:
- choker ,
- collar ,
- dog collar ,
- neckband
7. Κολιέ που ταιριάζει σφιχτά γύρω από το λαιμό μιας γυναίκας
- συνώνυμο:
- τσόκερ ,
- κολάρο ,
- κολάρο σκύλου ,
- λαιμό
8. A figurative restraint
- "Asked for a collar on program trading in the stock market"
- "Kept a tight leash on his emotions"
- "He's always gotten a long leash"
- synonym:
- collar ,
- leash
8. Ένας εικονιστικός περιορισμός
- "Καλεσμένος για ένα κολάρο στο πρόγραμμα που διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο"
- "Κρατούσε ένα σφιχτό λουρί για τα συναισθήματά του"
- "Έχει πάντα ένα μακρύ λουρί"
- συνώνυμο:
- κολάρο ,
- λουρί
9. The act of apprehending (especially apprehending a criminal)
- "The policeman on the beat got credit for the collar"
- synonym:
- apprehension ,
- arrest ,
- catch ,
- collar ,
- pinch ,
- taking into custody
9. Η πράξη της σύλληψης ( ειδικά η σύλληψη ενός εγκληματία
- "Ο αστυνομικός στο ρυθμό πήρε πίστωση για το κολάρο"
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- σύλληψη ,
- αλιεύω ,
- κολάρο ,
- τσίμπημα ,
- υπό κράτηση
verb
1. Take into custody
- "The police nabbed the suspected criminals"
- synonym:
- collar ,
- nail ,
- apprehend ,
- arrest ,
- pick up ,
- nab ,
- cop
1. Υπενθυμίζω
- "Η αστυνομία κατέστρεψε τους ύποπτους εγκληματίες"
- συνώνυμο:
- κολάρο ,
- καρφί ,
- συλλαμβάνω ,
- σύλληψη ,
- παραλαμβάνω ,
- ναμπ ,
- μπάτσος
2. Seize by the neck or collar
- synonym:
- collar
2. Αδράξτε από το λαιμό ή το κολάρο
- συνώνυμο:
- κολάρο
3. Furnish with a collar
- "Collar the dog"
- synonym:
- collar
3. Έπιπλα με κολάρο
- "Κολάρο το σκυλί"
- συνώνυμο:
- κολάρο