Translation meaning & definition of the word "collagen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολλαγόνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Collagen
[Κολλαγόνο]/kɑləgən/
noun
1. A fibrous scleroprotein in bone and cartilage and tendon and other connective tissue
- Yields gelatin on boiling
- synonym:
- collagen
1. Μια ινώδης σκληροπρωτεΐνη στα οστά και τον χόνδρο και τον τένοντα και άλλο συνδετικό ιστό
- Αποδίδει ζελατίνη στο βράσιμο
- συνώνυμο:
- κολλαγόνο