Translation meaning & definition of the word "collage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολάζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Collage
[Κολάζ]/kəlɑʒ/
noun
1. A paste-up made by sticking together pieces of paper or photographs to form an artistic image
- "He used his computer to make a collage of pictures superimposed on a map"
- synonym:
- collage ,
- montage
1. Μια πάστα φτιαγμένη κολλώντας μαζί κομμάτια χαρτιού ή φωτογραφίες για να σχηματίσουν μια καλλιτεχνική εικόνα
- "Χρησιμοποίησε τον υπολογιστή του για να κάνει ένα κολάζ από εικόνες που επιβάλλονται σε ένα χάρτη"
- συνώνυμο:
- κολάζ ,
- μοντάζ
2. Any collection of diverse things
- "A collage of memories"
- synonym:
- collage
2. Κάθε συλλογή από διαφορετικά πράγματα
- "Ένα κολάζ αναμνήσεων"
- συνώνυμο:
- κολάζ