Translation meaning & definition of the word "collaborator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνεργάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Collaborator
[Συνεργάτης]/kəlæbəretər/
noun
1. Someone who assists in a plot
- synonym:
- confederate ,
- collaborator ,
- henchman ,
- partner in crime
1. Κάποιος που βοηθά σε μια πλοκή
- συνώνυμο:
- συνομοσπονδία ,
- συνεργάτης ,
- χέντσμαν ,
- εταίρος στο έγκλημα
2. Someone who collaborates with an enemy occupying force
- synonym:
- collaborator ,
- collaborationist ,
- quisling
2. Κάποιος που συνεργάζεται με μια εχθρική δύναμη κατοχής
- συνώνυμο:
- συνεργάτης ,
- συνεργατιστήσ ,
- αποφλοίωση
3. An associate in an activity or endeavor or sphere of common interest
- "The musician and the librettist were collaborators"
- "Sexual partners"
- synonym:
- collaborator ,
- cooperator ,
- partner ,
- pardner
3. Συνεργάτης σε δραστηριότητα ή προσπάθεια ή σφαίρα κοινού ενδιαφέροντος
- "Ο μουσικός και ο λιμπρετίστας ήταν συνεργάτες"
- "Σεξουαλικοί σύντροφοι"
- συνώνυμο:
- συνεργάτης ,
- συγχωρών