Translation meaning & definition of the word "collaborate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνεργασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Collaborate
[Συνεργαστείτε]/kəlæbəret/
verb
1. Work together on a common enterprise of project
- "The soprano and the pianist did not get together very well"
- "We joined forces with another research group"
- synonym:
- collaborate ,
- join forces ,
- cooperate ,
- get together
1. Συνεργαστείτε σε μια κοινή επιχείρηση του έργου
- "Η σοπράνο και ο πιανίστας δεν συγκεντρώθηκαν πολύ καλά"
- "Ενώσαμε τις δυνάμεις μας με μια άλλη ερευνητική ομάδα"
- συνώνυμο:
- συνεργάζομαι ,
- ενώνουν δυνάμεις ,
- συνεργάζω ,
- ενώνομαι
2. Cooperate as a traitor
- "He collaborated with the nazis when they occupied paris"
- synonym:
- collaborate
2. Συνεργαστείτε ως προδότης
- "Συνεργάστηκε με τους ναζί όταν κατέλαβαν το παρίσι"
- συνώνυμο:
- συνεργάζομαι