Translation meaning & definition of the word "coliseum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολοσσαίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coliseum
[Κολοσσαίο]/kɑləsiəm/
noun
1. An oval large stadium with tiers of seats
- An arena in which contests and spectacles are held
- synonym:
- amphitheater ,
- amphitheatre ,
- coliseum
1. Ένα οβάλ μεγάλο στάδιο με τις βαθμίδες των καθισμάτων
- Μια αρένα στην οποία διεξάγονται διαγωνισμοί και θεάματα
- συνώνυμο:
- αμφιθεατρικό ,
- αμφιθέατρο ,
- κολοσσαίο