Translation meaning & definition of the word "coldness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coldness
[Ψυχρότητα]/koʊldnəs/
noun
1. The sensation produced by low temperatures
- "He shivered from the cold"
- "The cold helped clear his head"
- synonym:
- cold ,
- coldness
1. Η αίσθηση που παράγεται από τις χαμηλές θερμοκρασίες
- "Τρεμοπαίζει από το κρύο"
- "Το κρύο βοήθησε να καθαρίσει το κεφάλι του"
- συνώνυμο:
- κρύο ,
- ψυχρότητα
2. A lack of affection or enthusiasm
- "A distressing coldness of tone and manner"
- synonym:
- coldness ,
- coolness ,
- frigidity ,
- frigidness ,
- iciness ,
- chilliness
2. Έλλειψη στοργής ή ενθουσιασμού
- "Μια οδυνηρή ψυχρότητα του τόνου και του τρόπου"
- συνώνυμο:
- ψυχρότητα ,
- δροσιά ,
- παγερότητα
3. The absence of heat
- "The coldness made our breath visible"
- "Come in out of the cold"
- "Cold is a vasoconstrictor"
- synonym:
- coldness ,
- cold ,
- low temperature ,
- frigidity ,
- frigidness
3. Η απουσία θερμότητας
- "Η ψυχρότητα έκανε την αναπνοή μας ορατή"
- "Ελάτε από το κρύο"
- "Το κρυολόγημα είναι αγγειοσυσταλτικό"
- συνώνυμο:
- ψυχρότητα ,
- κρύο ,
- χαμηλή θερμοκρασία