Translation meaning & definition of the word "cold" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρύο" στην ελληνική γλώσσα
Cold
[Κρύο]noun
1. A mild viral infection involving the nose and respiratory passages (but not the lungs)
- "Will they never find a cure for the common cold?"
- synonym:
- cold ,
- common cold
1. Μια ήπια ιογενής λοίμωξη που περιλαμβάνει τη μύτη και τα αναπνευστικά περάσματα (αλλά όχι τους πνεύμονες)
- "Δεν θα βρουν ποτέ θεραπεία για το κοινό κρυολόγημα?"
- συνώνυμο:
- κρύο ,
- κοινό κρυολόγημα
2. The absence of heat
- "The coldness made our breath visible"
- "Come in out of the cold"
- "Cold is a vasoconstrictor"
- synonym:
- coldness ,
- cold ,
- low temperature ,
- frigidity ,
- frigidness
2. Η απουσία θερμότητας
- "Η ψυχρότητα έκανε την αναπνοή μας ορατή"
- "Ελάτε από το κρύο"
- "Το κρυολόγημα είναι αγγειοσυσταλτικό"
- συνώνυμο:
- ψυχρότητα ,
- κρύο ,
- χαμηλή θερμοκρασία
3. The sensation produced by low temperatures
- "He shivered from the cold"
- "The cold helped clear his head"
- synonym:
- cold ,
- coldness
3. Η αίσθηση που παράγεται από τις χαμηλές θερμοκρασίες
- "Τρεμοπαίζει από το κρύο"
- "Το κρύο βοήθησε να καθαρίσει το κεφάλι του"
- συνώνυμο:
- κρύο ,
- ψυχρότητα
adjective
1. Having a low or inadequate temperature or feeling a sensation of coldness or having been made cold by e.g. ice or refrigeration
- "A cold climate"
- "A cold room"
- "Dinner has gotten cold"
- "Cold fingers"
- "If you are cold, turn up the heat"
- "A cold beer"
- synonym:
- cold
1. Έχοντας χαμηλή ή ανεπαρκή θερμοκρασία ή αίσθημα ψυχρότητας ή έχοντας κρυώσει π.χ. με πάγο ή ψύξη
- "Ψυχρό κλίμα"
- "Κρύο δωμάτιο"
- "Το δείπνο έχει κρυώσει"
- "Κρύο δάχτυλα"
- "Αν κρυώνετε, ανεβάστε τη θερμότητα"
- "Παγωμένη μπύρα"
- συνώνυμο:
- κρύο
2. Extended meanings
- Especially of psychological coldness
- Without human warmth or emotion
- "A cold unfriendly nod"
- "A cold and unaffectionate person"
- "A cold impersonal manner"
- "Cold logic"
- "The concert left me cold"
- synonym:
- cold
2. Εκτεταμένες έννοιες
- Ειδικά την ψυχολογική ψυχρότητα
- Χωρίς ανθρώπινη ζεστασιά ή συναίσθημα
- "Ένα κρύο εχθρικό νεύμα"
- "Ένα κρύο και δυσάρεστο άτομο"
- "Ένας ψυχρός απρόσωπος τρόπος"
- "Ψυχρή λογική"
- "Η συναυλία με άφησε κρύο"
- συνώνυμο:
- κρύο
3. Having lost freshness through passage of time
- "A cold trail"
- "Dogs attempting to catch a cold scent"
- synonym:
- cold
3. Έχοντας χάσει τη φρεσκάδα μέσα από το πέρασμα του χρόνου
- "Ένα κρύο μονοπάτι"
- "Σκύλοι που προσπαθούν να πιάσουν ένα κρύο άρωμα"
- συνώνυμο:
- κρύο
4. (color) giving no sensation of warmth
- "A cold bluish grey"
- synonym:
- cold
4. (χρω) χωρίς να δίνει αίσθηση ζεστασιάς
- "Ένα κρύο μπλε γκρι"
- συνώνυμο:
- κρύο
5. Marked by errorless familiarity
- "Had her lines cold before rehearsals started"
- synonym:
- cold
5. Χαρακτηρίζεται από ασφαλή εξοικείωση
- "Είχε κρυώσει τις γραμμές της πριν ξεκινήσουν οι πρόβες"
- συνώνυμο:
- κρύο
6. Lacking originality or spontaneity
- No longer new
- "Moth-eaten theories about race"
- "Stale news"
- synonym:
- cold ,
- stale ,
- dusty ,
- moth-eaten
6. Έλλειψη πρωτοτυπίας ή αυθορμητισμού
- Δεν είναι πλέον καινούργιο
- "Θεωρίες των δύο για τη φυλή"
- "Μεγάλα νέα"
- συνώνυμο:
- κρύο ,
- μπαγιάτικο ,
- σκονισμένος ,
- σκώρος
7. So intense as to be almost uncontrollable
- "Cold fury gripped him"
- synonym:
- cold
7. Τόσο έντονο ώστε να είναι σχεδόν ανεξέλεγκτο
- "Η ψυχρή οργή τον πιάστηκε"
- συνώνυμο:
- κρύο
8. Sexually unresponsive
- "Was cold to his advances"
- "A frigid woman"
- synonym:
- cold ,
- frigid
8. Σεξουαλικά ανεπιθύμητη
- "Έκανε κρύο στις προόδους του"
- "Μια ψυχρή γυναίκα"
- συνώνυμο:
- κρύο ,
- ψυχρός
9. Without compunction or human feeling
- "In cold blood"
- "Cold-blooded killing"
- "Insensate destruction"
- synonym:
- cold ,
- cold-blooded ,
- inhuman ,
- insensate
9. Χωρίς συντροφιά ή ανθρώπινο συναίσθημα
- "Σε κρύο αίμα"
- "Ψυχρή δολοφονία"
- "Εντατική καταστροφή"
- συνώνυμο:
- κρύο ,
- ψυχρόαιμα ,
- απάνθρωπος ,
- αναισθητοποιώ
10. Feeling or showing no enthusiasm
- "A cold audience"
- "A cold response to the new play"
- synonym:
- cold
10. Αίσθηση ή δεν δείχνει ενθουσιασμό
- "Ψυχρό κοινό"
- "Μια κρύα απάντηση στο νέο παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- κρύο
11. Unconscious from a blow or shock or intoxication
- "The boxer was out cold"
- "Pass out cold"
- synonym:
- cold
11. Ασυνείδητο από ένα χτύπημα ή σοκ ή δηλητηρίαση
- "Ο μπόξερ ήταν πολύ κρύος"
- "Ξεπεράστε το κρύο"
- συνώνυμο:
- κρύο
12. Of a seeker
- Far from the object sought
- synonym:
- cold
12. Από έναν αναζητητή
- Μακριά από το αντικείμενο που αναζητείται
- συνώνυμο:
- κρύο
13. Lacking the warmth of life
- "Cold in his grave"
- synonym:
- cold
13. Λείπει η ζεστασιά της ζωής
- "Κρύο στον τάφο του"
- συνώνυμο:
- κρύο