Translation meaning & definition of the word "coke" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουκέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coke
[Κόκα]/koʊk/
noun
1. Carbon fuel produced by distillation of coal
- synonym:
- coke
1. Καύσιμο άνθρακα που παράγεται με απόσταξη άνθρακα
- συνώνυμο:
- κοκ
2. Coca cola is a trademarked cola
- synonym:
- Coca Cola ,
- Coke
2. Η κόκα κόλα είναι μια εμπορική κόλα
- συνώνυμο:
- Κόκα Κόλα ,
- Κόκα
3. Street names for cocaine
- synonym:
- coke ,
- blow ,
- nose candy ,
- snow ,
- C
3. Ονόματα οδών για την κοκαΐνη
- συνώνυμο:
- κοκ ,
- χτύπημα ,
- καραμέλα μύτης ,
- χιόνι ,
- Γ
verb
1. Become coke
- "Petroleum oils coke after distillation"
- synonym:
- coke
1. Γίνομαι οπτάνθρακας
- "Οπτάνθρακας πετρελαίου μετά την απόσταξη"
- συνώνυμο:
- κοκ
Examples of using
A coke, please.
Ένας οπτάνθρακας, παρακαλώ.