Translation meaning & definition of the word "coitus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμβίβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coitus
[Συνουσία]/kɔɪtəs/
noun
1. The act of sexual procreation between a man and a woman
- The man's penis is inserted into the woman's vagina and excited until orgasm and ejaculation occur
- synonym:
- sexual intercourse ,
- intercourse ,
- sex act ,
- copulation ,
- coitus ,
- coition ,
- sexual congress ,
- congress ,
- sexual relation ,
- relation ,
- carnal knowledge
1. Η πράξη της σεξουαλικής αναπαραγωγής μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας
- Το πέος του άνδρα εισάγεται στον κόλπο της γυναίκας και ενθουσιάζεται μέχρι να εμφανιστούν οργασμός και εκσπερμάτωση
- συνώνυμο:
- σεξουαλική επαφή ,
- επαφή ,
- σεξουαλική πράξη ,
- συνωστισμόσ ,
- συνουσία ,
- συνύπαρξη ,
- σεξουαλικό Κογκρέσο ,
- συνέδριο ,
- σεξουαλική σχέση ,
- σχέση ,
- σαρκική γνώση