Translation meaning & definition of the word "coinage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνάθροιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coinage
[Νομισματοκοπείο]/kɔɪnɪʤ/
noun
1. Coins collectively
- synonym:
- coinage ,
- mintage ,
- specie ,
- metal money
1. Νομίσματα συλλογικά
- συνώνυμο:
- νόμισμα ,
- ενδυμασία ,
- επιφυλακτικόσ ,
- μεταλλικά χρήματα
2. A newly invented word or phrase
- synonym:
- neologism ,
- neology ,
- coinage
2. Μια πρόσφατα εφευρεμένη λέξη ή φράση
- συνώνυμο:
- νεολογισμού ,
- νεολογία ,
- νόμισμα
3. The act of inventing a word or phrase
- synonym:
- neologism ,
- neology ,
- coinage
3. Η πράξη της επινόησης μιας λέξης ή φράσης
- συνώνυμο:
- νεολογισμού ,
- νεολογία ,
- νόμισμα
Examples of using
The official designs of the Government, especially its designs in connection with postage stamps and coinage, may be described, I think, as the silent ambassadors of national taste.
Τα επίσημα σχέδια της κυβέρνησης, ιδίως τα σχέδιά της σε σχέση με τα γραμματόσημα και τα νομίσματα, μπορούν να περιγραφούν ως σιωπηλοί πρεσβευτές.