Translation meaning & definition of the word "cognizant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γνώστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cognizant
[Γνώστησ]/kɑgnəzənt/
adjective
1. (sometimes followed by `of') having or showing knowledge or understanding or realization or perception
- "Was aware of his opponent's hostility"
- "Became aware of her surroundings"
- "Aware that he had exceeded the speed limit"
- synonym:
- aware(p) ,
- cognizant ,
- cognisant
1. Μερικές φορές ακολουθείται από `( που έχει ή δείχνει γνώση ή κατανόηση ή πραγματοποίηση ή αντίληψη
- "Γνώριζε την εχθρότητα του αντιπάλου"
- "Γνώριζε το περιβάλλον της"
- "Συνειδητοποιώντας ότι είχε ξεπεράσει το όριο ταχύτητας"
- συνώνυμο:
- ενυδ()<TAG1> ,
- ενήμεροσ