Translation meaning & definition of the word "cognitive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γνωστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cognitive
[Γνωστικόσ]/kɑgnɪtɪv/
adjective
1. Of or being or relating to or involving cognition
- "Cognitive psychology"
- "Cognitive style"
- synonym:
- cognitive
1. Είτε είναι είτε σχετίζεται είτε σχετίζεται με είτε περιλαμβάνει γνωστική λειτουργία
- "Γνωστική ψυχολογία"
- "Γνωστικό στυλ"
- συνώνυμο:
- γνωστικός