Translation meaning & definition of the word "coexist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνυπάρχει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coexist
[Συνυπάρχω]/koʊəgzɪst/
verb
1. Coexist peacefully, as of nations
- synonym:
- coexist
1. Συνυπάρχουν ειρηνικά, όπως και τα έθνη
- συνώνυμο:
- συνυπάρχω
2. Exist together
- synonym:
- coexist
2. Υπάρχουν μαζί
- συνώνυμο:
- συνυπάρχω