Translation meaning & definition of the word "coercive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταναγκασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coercive
[Καταναγκαστικόσ]/koʊərsɪv/
adjective
1. Serving or intended to coerce
- "Authority is directional instead of coercive"
- synonym:
- coercive
1. Εξυπηρέτηση ή προορίζεται για εξαναγκασμό
- "Η εξουσία είναι κατευθυντική αντί για καταναγκαστική"
- συνώνυμο:
- καταναγκαστικός