Translation meaning & definition of the word "coddle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κωδικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coddle
[Καρφώνω]/kɑdəl/
verb
1. Treat with excessive indulgence
- "Grandparents often pamper the children"
- "Let's not mollycoddle our students!"
- synonym:
- pamper ,
- featherbed ,
- cosset ,
- cocker ,
- baby ,
- coddle ,
- mollycoddle ,
- spoil ,
- indulge
1. Αντιμετωπίστε με υπερβολική επιείκεια
- "Οι παππούδες συχνά περιποιούνται τα παιδιά"
- "Ας μην χαϊδεύουμε τους μαθητές μας!"
- συνώνυμο:
- περιποιητήσ ,
- φτερωτό ,
- συναναστρέφομαι ,
- πειραχτήσ ,
- μωρό ,
- παλλακίδα ,
- χαϊδεύω ,
- αλλοιώνω ,
- επιτρέπω
2. Cook in nearly boiling water
- "Coddle eggs"
- synonym:
- coddle
2. Μαγειρέψτε σε σχεδόν βραστό νερό
- "Αυγά ποδοκίτσας"
- συνώνυμο:
- παλλακίδα