Translation meaning & definition of the word "coconut" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρύδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coconut
[Καρύδα]/koʊkənət/
noun
1. The edible white meat of a coconut
- Often shredded for use in e.g. cakes and curries
- synonym:
- coconut ,
- coconut meat
1. Το βρώσιμο λευκό κρέας μιας καρύδας
- Συχνά τεμαχισμένο για χρήση σε π.χ. κέικ και κάρυ
- συνώνυμο:
- καρύδα ,
- κρέας καρύδας
2. Large hard-shelled oval nut with a fibrous husk containing thick white meat surrounding a central cavity filled (when fresh) with fluid or milk
- synonym:
- coconut ,
- cocoanut
2. Μεγάλο σκληρό ωοειδές καρύδι με ινώδη φλοιό που περιέχει χοντρό λευκό κρέας γύρω από μια κεντρική κοιλότητα γεμάτη (όταν φρέσκο) με υγρό ή γάλα
- συνώνυμο:
- καρύδα ,
- κοκοφοίνικα
3. Tall palm tree bearing coconuts as fruits
- Widely planted throughout the tropics
- synonym:
- coconut ,
- coconut palm ,
- coco palm ,
- coco ,
- cocoa palm ,
- coconut tree ,
- Cocos nucifera
3. Ψηλός φοίνικας που φέρει καρύδες ως φρούτα
- Ευρέως φυτεμένο σε όλους τους τροπικούς
- συνώνυμο:
- καρύδα ,
- παλάμη καρύδας ,
- παλάμη του κόκκου ,
- κόκα ,
- παλάμη κακάο ,
- δέντρο καρύδας ,
- Νουκλεϊνέρα του κακάου