Translation meaning & definition of the word "cocoa" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακάο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cocoa
[Κακάο]/koʊkoʊ/
noun
1. A beverage made from cocoa powder and milk and sugar
- Usually drunk hot
- synonym:
- cocoa ,
- chocolate ,
- hot chocolate ,
- drinking chocolate
1. Ένα ρόφημα που παρασκευάζεται από σκόνη κακάο και γάλα και ζάχαρη
- Συνήθως μεθυσμένος ζεστός
- συνώνυμο:
- κακάο ,
- σοκολάτα ,
- ζεστή σοκολάτα ,
- πίνοντας σοκολάτα
2. Powder of ground roasted cacao beans with most of the fat removed
- synonym:
- cocoa
2. Σκόνη αλεσμένων καβουρδισμένων κόκκων κακάο με το μεγαλύτερο μέρος του λίπους που αφαιρείται
- συνώνυμο:
- κακάο
Examples of using
I like mixing coffee and cocoa.
Μου αρέσει να ανακατεύω καφέ και κακάο.
How about a cup of cocoa?
Τι λέτε για ένα φλιτζάνι κακάο?
Chocolate is made from cocoa beans.
Η σοκολάτα παρασκευάζεται από κόκκους κακάο.