Translation meaning & definition of the word "coco" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοκό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coco
[Κακάο]/koʊkoʊ/
noun
1. Tall palm tree bearing coconuts as fruits
- Widely planted throughout the tropics
- synonym:
- coconut ,
- coconut palm ,
- coco palm ,
- coco ,
- cocoa palm ,
- coconut tree ,
- Cocos nucifera
1. Ψηλός φοίνικας που φέρει καρύδες ως φρούτα
- Ευρέως φυτεμένο σε όλους τους τροπικούς
- συνώνυμο:
- καρύδα ,
- παλάμη καρύδας ,
- παλάμη του κόκκου ,
- κόκα ,
- παλάμη κακάο ,
- δέντρο καρύδας ,
- Νουκλεϊνέρα του κακάου