Translation meaning & definition of the word "cocky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοκάκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cocky
[Κοκκώδησ]/kɑki/
adjective
1. Overly self-confident or self-assertive
- "A very cocky young man"
- synonym:
- cocky
1. Υπερβολική αυτοπεποίθηση ή αυτοπεποίθηση
- "Ένας πολύ πικάντικος νεαρός"
- συνώνυμο:
- πικάντικος