Translation meaning & definition of the word "cockpit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοκπίτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cockpit
[Κοκπίτης]/kɑkpɪt/
noun
1. Compartment where the pilot sits while flying the aircraft
- synonym:
- cockpit
1. Διαμέρισμα όπου κάθεται ο πιλότος ενώ πετάει το αεροσκάφος
- συνώνυμο:
- πιλοτήριο
2. A pit for cockfights
- synonym:
- cockpit
2. Ένα λάκκο για τους αγώνες
- συνώνυμο:
- πιλοτήριο
3. Seat where the driver sits while driving a racing car
- synonym:
- cockpit
3. Κάθισμα όπου κάθεται ο οδηγός κατά την οδήγηση ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου
- συνώνυμο:
- πιλοτήριο