Translation meaning & definition of the word "cocaine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοκαΐνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cocaine
[Κοκαΐνη]/koʊken/
noun
1. A narcotic (alkaloid) extracted from coca leaves
- Used as a surface anesthetic or taken for pleasure
- Can become powerfully addictive
- synonym:
- cocaine ,
- cocain
1. Ένα ναρκωτικό (αλκαλοειδές) που εξάγεται από φύλλα κόκας
- Χρησιμοποιείται ως επιφανειακό αναισθητικό ή λαμβάνεται για ευχαρίστηση
- Μπορεί να γίνει ισχυρά εθιστικό
- συνώνυμο:
- κοκαΐνη
Examples of using
Tom was arrested for carrying 100 grams of cocaine.
Ο Τομ συνελήφθη για τη μεταφορά 100 γραμμαρίων κοκαΐνης.
In the first years that Coca-Cola was produced, it contained cocaine. In 100, cocaine was classified as a narcotic, after which they used caffeine instead of cocaine in the production of Coca-Cola.
Τα πρώτα χρόνια που παρήχθη η Κόκα Κόλα, περιείχε κοκαΐνη. Το 100, η κοκαΐνη ταξινομήθηκε ως ναρκωτικό, μετά το οποίο χρησιμοποίησαν καφεΐνη αντί για κοκαΐνη στην παραγωγή Κόκα-Κόλα.
Tom was arrested for carrying 30 grams of cocaine.
Ο Τομ συνελήφθη για τη μεταφορά 30 γραμμαρίων κοκαΐνης.