Translation meaning & definition of the word "coca" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κόκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coca
[Κόκα]/koʊkə/
noun
1. A south american shrub whose leaves are chewed by natives of the andes
- A source of cocaine
- synonym:
- Erythroxylon coca ,
- coca ,
- coca plant
1. Ένας θάμνος της νότιας αμερικής του οποίου τα φύλλα μασούνται από τους ιθαγενείς των άνδεων
- Πηγή κοκαΐνης
- συνώνυμο:
- Ερυθροξιλάνη κόκα ,
- κόκα ,
- φυτό κόκας
2. United states comedienne who starred in early television shows with sid caesar (1908-2001)
- synonym:
- Coca ,
- Imogene Coca
2. Κωμική των ηνωμένων πολιτειών που πρωταγωνίστησε σε πρώιμες τηλεοπτικές εκπομπές με τον σιντ καίσαρα (1908-2001)
- συνώνυμο:
- Κόκα ,
- Ιμογενής Κόκα
3. Dried leaves of the coca plant (and related plants that also contain cocaine)
- Chewed by andean people for their stimulating effect
- synonym:
- coca
3. Αποξηραμένα φύλλα του φυτού κόκα (και συναφή φυτά που περιέχουν επίσης κοκαϊν)
- Μασημένος από τους ανθρώπους των άνδεων για την τονωτική τους δράση
- συνώνυμο:
- κόκα