Translation meaning & definition of the word "coated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επικαλυμμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coated
[Επικαλυμμένο]/koʊtəd/
adjective
1. Having a coating
- Covered with an outer layer or film
- Often used in combination
- "Coated paper has a smooth polished coating especially suitable for halftone printing"
- "Sugar-coated pills"
- synonym:
- coated
1. Έχοντας μια επίστρωση
- Καλυμμένος με ένα εξωτερικό στρώμα ή μια ταινία
- Συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
- "Το επικαλυμμένο έγγραφο έχει μια ομαλή γυαλισμένη επίστρωση ιδιαίτερα κατάλληλη για την εκτύπωση αλφόνε"
- "Χάπια με επικάλυψη ζάχαρης"
- συνώνυμο:
- επικαλυμμένος
2. Having or dressed in a coat
- synonym:
- coated
2. Ντυμένος ή ντυμένος με παλτό
- συνώνυμο:
- επικαλυμμένος