Translation meaning & definition of the word "coaster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προπονητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coaster
[Καλαμπόκι]/koʊstər/
noun
1. A resident of a coastal area
- synonym:
- coaster
1. Κάτοικος παράκτιας περιοχής
- συνώνυμο:
- παραγεμίζων
2. Someone who coasts
- synonym:
- coaster
2. Κάποιος που παραλείπει
- συνώνυμο:
- παραγεμίζων
3. A covering (plate or mat) that protects the surface of a table (i.e., from the condensation on a cold glass or bottle)
- synonym:
- coaster
3. Ένα κάλυμμα ( ή ματ) που προστατεύει την επιφάνεια ενός τραπεζιού (.δηλαδή, από τη συμπύκνωση σε ένα κρύο ποτήρι ή μπουκάλι)
- συνώνυμο:
- παραγεμίζων