Translation meaning & definition of the word "coal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άνθρακας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coal
[Άνθρακας]/koʊl/
noun
1. Fossil fuel consisting of carbonized vegetable matter deposited in the carboniferous period
- synonym:
- coal
1. Ορυκτά καύσιμα που αποτελούνται από ανθρακούχα φυτικά υλικά που εναποτίθενται στην περίοδο του άνθρακα
- συνώνυμο:
- άνθρακας
2. A hot fragment of wood or coal that is left from a fire and is glowing or smoldering
- synonym:
- ember ,
- coal
2. Ένα ζεστό κομμάτι ξύλου ή άνθρακα που έχει απομείνει από μια φωτιά και είναι λαμπερό ή σιγοκαίει
- συνώνυμο:
- έμπερ ,
- άνθρακας
verb
1. Burn to charcoal
- "Without a drenching rain, the forest fire will char everything"
- synonym:
- char ,
- coal
1. Καίω σε κάρβουνο
- "Χωρίς μια βροχή, η φωτιά του δάσους θα σαρώσει τα πάντα"
- συνώνυμο:
- χαρ ,
- άνθρακας
2. Supply with coal
- synonym:
- coal
2. Προμήθεια με άνθρακα
- συνώνυμο:
- άνθρακας
3. Take in coal
- "The big ship coaled"
- synonym:
- coal
3. Παίρνω άνθρακα
- "Το μεγάλο πλοίο επικλήθηκε"
- συνώνυμο:
- άνθρακας
Examples of using
China is the largest producer and consumer of coal in the world.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και καταναλωτής άνθρακα στον κόσμο.
We need a large amount of coal.
Χρειαζόμαστε μεγάλη ποσότητα άνθρακα.
Tom burns both wood and coal in his stove.
Ο Τομ καίει ξύλο και άνθρακα στη σόμπα του.