Translation meaning & definition of the word "cluster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπλέγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cluster
[Συστροφή]/kləstər/
noun
1. A grouping of a number of similar things
- "A bunch of trees"
- "A cluster of admirers"
- synonym:
- bunch ,
- clump ,
- cluster ,
- clustering
1. Μια ομάδα από μια σειρά από παρόμοια πράγματα
- "Ένα μάτσο δέντρα"
- "Ένα σύμπλεγμα θαυμαστών"
- συνώνυμο:
- μπουκέτο ,
- συστάδα ,
- ομαδοποίηση
verb
1. Come together as in a cluster or flock
- "The poets constellate in this town every summer"
- synonym:
- cluster ,
- constellate ,
- flock ,
- clump
1. Ελάτε μαζί όπως σε ένα σμήνος ή κοπάδι
- "Οι ποιητές αστερίζουν σε αυτή την πόλη κάθε καλοκαίρι"
- συνώνυμο:
- συστάδα ,
- αστερίζω ,
- κοπάδι
2. Gather or cause to gather into a cluster
- "She bunched her fingers into a fist"
- synonym:
- bunch ,
- bunch up ,
- bundle ,
- cluster ,
- clump
2. Συγκεντρώστε ή προκαλέστε να συγκεντρωθεί σε ένα σύμπλεγμα
- "Έβαλε τα δάχτυλά της σε μια γροθιά"
- συνώνυμο:
- μπουκέτο ,
- παρατάσσω ,
- δέσμη ,
- συστάδα