Translation meaning & definition of the word "clunk" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "κουκέτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clunk
[Συνδεδεμένοσ]/kləŋk/
noun
1. A heavy dull sound (as made by impact of heavy objects)
- synonym:
- thump ,
- thumping ,
- clump ,
- clunk ,
- thud
1. Ένας βαρύς θαμπός ήχος (ας γίνεται από την επίδραση των βαρέων αντικειμένων)
- συνώνυμο:
- ανατριχίλα ,
- αναβοσβήνει ,
- συστάδα ,
- αποσπώ ,
- τουλάχιστον
verb
1. Make or move along with a sound as of a horse's hooves striking the ground
- synonym:
- clop ,
- clump ,
- clunk ,
- plunk
1. Κάντε ή μετακινηθείτε μαζί με έναν ήχο όπως οι οπλές ενός αλόγου που χτυπούν το έδαφος
- συνώνυμο:
- κλειτορίδα ,
- συστάδα ,
- αποσπώ ,
- παρασύρω