Translation meaning & definition of the word "clumsy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "δαμάσκηνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clumsy
[Ανεμώδησ]/kləmzi/
adjective
1. Lacking grace in movement or posture
- "A gawky lad with long ungainly legs"
- "Clumsy fingers"
- "What an ungainly creature a giraffe is"
- "Heaved his unwieldy figure out of his chair"
- synonym:
- gawky ,
- clumsy ,
- clunky ,
- ungainly ,
- unwieldy
1. Έλλειψη χάρης στην κίνηση ή τη στάση του σώματος
- "Ένα γελοίο παιδί με μακριά αγενή πόδια"
- "Αδέξια δάχτυλα"
- "Τι πλάσμα είναι μια καμηλοπάρδαλη"
- "Έβγαλε την ανθυγιεινή φιγούρα του από την καρέκλα του"
- συνώνυμο:
- αναβλύζων ,
- αδέξια ,
- κλανκί ,
- ανεπιτήδευτα ,
- ανθυγιεινόσ
2. Not elegant or graceful in expression
- "An awkward prose style"
- "A clumsy apology"
- "His cumbersome writing style"
- "If the rumor is true, can anything be more inept than to repeat it now?"
- synonym:
- awkward ,
- clumsy ,
- cumbersome ,
- inapt ,
- inept ,
- ill-chosen
2. Δεν είναι κομψό ή χαριτωμένο στην έκφραση
- "Ένα αμήχανο στυλ πεζογραφίας"
- "Αδέξια συγγνώμη"
- "Είναι το δυσκίνητο στυλ γραφής"
- "Αν η φήμη είναι αληθινή, μπορεί κάτι να είναι πιο ανόητο από το να το επαναλάβουμε τώρα?"
- συνώνυμο:
- αδέξιοσ ,
- αδέξια ,
- δυσκίνητοσ ,
- ανεπαίσθητοσ ,
- ανίκανοσ ,
- επιλεγμένος
3. Difficult to handle or manage especially because of shape
- "An awkward bundle to carry"
- "A load of bunglesome paraphernalia"
- "Clumsy wooden shoes"
- "The cello, a rather ungainly instrument for a girl"
- synonym:
- awkward ,
- bunglesome ,
- clumsy ,
- ungainly
3. Δύσκολο να χειριστεί ή να διαχειριστεί ειδικά λόγω του σχήματος
- "Ένα αμήχανο πακέτο για μεταφορά"
- "Ένα φορτίο της μπερδεμένης παραφερνάλια"
- "Αδέξια ξύλινα παπούτσια"
- "Το βιολοντσέλο, ένα μάλλον ασεβές όργανο για ένα κορίτσι"
- συνώνυμο:
- αδέξιοσ ,
- βουλωμένοσ ,
- αδέξια ,
- ανεπιτήδευτα
4. Showing lack of skill or aptitude
- "A bungling workman"
- "Did a clumsy job"
- "His fumbling attempt to put up a shelf"
- synonym:
- bungling ,
- clumsy ,
- fumbling ,
- incompetent
4. Εμφάνιση έλλειψης ικανοτήτων ή ικανοτήτων
- "Ένας κουνουπίδι εργάτης"
- "Κάνατε μια αδέξια δουλειά"
- "Προσπαθεί να βάλει ένα ράφι"
- συνώνυμο:
- παραπαίω ,
- αδέξια ,
- πτώση ,
- ανίκανοσ
Examples of using
Why are you so clumsy?
Γιατί είσαι τόσο αδέξια?
Why are you so clumsy?
Γιατί είσαι τόσο αδέξια?