Translation meaning & definition of the word "clumsiness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδεξιότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clumsiness
[Ανεπαίσθητο]/kləmzinəs/
noun
1. Unskillfulness resulting from a lack of training
- synonym:
- awkwardness ,
- clumsiness ,
- ineptness ,
- ineptitude ,
- maladroitness ,
- slowness
1. Ανεπάρκεια που προκύπτει από έλλειψη εκπαίδευσης
- συνώνυμο:
- αμηχανία ,
- αδεξιότητα ,
- ανικανότητα ,
- αδυναμία ,
- αργή επιβράδυνση
2. The carriage of someone whose movements and posture are ungainly or inelegant
- synonym:
- awkwardness ,
- clumsiness
2. Η μεταφορά κάποιου του οποίου οι κινήσεις και η στάση του σώματος είναι αγενώς ή μη καλές
- συνώνυμο:
- αμηχανία ,
- αδεξιότητα
3. The inelegance of someone stiff and unrelaxed (as by embarrassment)
- synonym:
- awkwardness ,
- clumsiness ,
- gracelessness ,
- stiffness
3. Η ανισότητα κάποιου δύσκαμπτου και αχαλίνωτου (α από αμηχανία)
- συνώνυμο:
- αμηχανία ,
- αδεξιότητα ,
- απροσεξία ,
- ακαμψία
Examples of using
Excuse my clumsiness.
Συγγνώμη για την αδεξιότητά μου.