Translation meaning & definition of the word "clump" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσκρουση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clump
[Συστροφή]/kləmp/
noun
1. A grouping of a number of similar things
- "A bunch of trees"
- "A cluster of admirers"
- synonym:
- bunch ,
- clump ,
- cluster ,
- clustering
1. Μια ομάδα από μια σειρά από παρόμοια πράγματα
- "Ένα μάτσο δέντρα"
- "Ένα σύμπλεγμα θαυμαστών"
- συνώνυμο:
- μπουκέτο ,
- συστάδα ,
- ομαδοποίηση
2. A compact mass
- "A ball of mud caught him on the shoulder"
- synonym:
- ball ,
- clod ,
- glob ,
- lump ,
- clump ,
- chunk
2. Μια συμπαγής μάζα
- "Μια μπάλα λάσπης τον έπιασε στον ώμο"
- συνώνυμο:
- μπάλα ,
- κλοντ ,
- σφαίρα ,
- εξαπλώνω ,
- συστάδα ,
- τσανκ
3. A heavy dull sound (as made by impact of heavy objects)
- synonym:
- thump ,
- thumping ,
- clump ,
- clunk ,
- thud
3. Ένας βαρύς θαμπός ήχος (ας γίνεται από την επίδραση των βαρέων αντικειμένων)
- συνώνυμο:
- ανατριχίλα ,
- αναβοσβήνει ,
- συστάδα ,
- αποσπώ ,
- τουλάχιστον
verb
1. Make or move along with a sound as of a horse's hooves striking the ground
- synonym:
- clop ,
- clump ,
- clunk ,
- plunk
1. Κάντε ή μετακινηθείτε μαζί με έναν ήχο όπως οι οπλές ενός αλόγου που χτυπούν το έδαφος
- συνώνυμο:
- κλειτορίδα ,
- συστάδα ,
- αποσπώ ,
- παρασύρω
2. Come together as in a cluster or flock
- "The poets constellate in this town every summer"
- synonym:
- cluster ,
- constellate ,
- flock ,
- clump
2. Ελάτε μαζί όπως σε ένα σμήνος ή κοπάδι
- "Οι ποιητές αστερίζουν σε αυτή την πόλη κάθε καλοκαίρι"
- συνώνυμο:
- συστάδα ,
- αστερίζω ,
- κοπάδι
3. Walk clumsily
- synonym:
- clump ,
- clomp
3. Περπατήστε αδέξια
- συνώνυμο:
- συστάδα ,
- ανακατώνω
4. Gather or cause to gather into a cluster
- "She bunched her fingers into a fist"
- synonym:
- bunch ,
- bunch up ,
- bundle ,
- cluster ,
- clump
4. Συγκεντρώστε ή προκαλέστε να συγκεντρωθεί σε ένα σύμπλεγμα
- "Έβαλε τα δάχτυλά της σε μια γροθιά"
- συνώνυμο:
- μπουκέτο ,
- παρατάσσω ,
- δέσμη ,
- συστάδα