Translation meaning & definition of the word "cluck" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cluck
[Κλακ]/klək/
noun
1. The sound made by a hen (as in calling her chicks)
- synonym:
- cluck ,
- clucking
1. Ο ήχος φτιαγμένος από μια κότα (ας στην κλήση της νεοσσών
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- αποφλοίωση
verb
1. Make a clucking sounds, characteristic of hens
- synonym:
- cluck ,
- click ,
- clack
1. Κάντε έναν ήχο από το τσίμπημα, χαρακτηριστικό των ορνίθων
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- κάντε κλικ στο ,
- κλακ