Translation meaning & definition of the word "clubbing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συλλαμβάνοντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clubbing
[Κλαμπ]/kləbɪŋ/
noun
1. A condition in which the ends of toes and fingers become wide and thick
- A symptom of heart or lung disease
- synonym:
- clubbing
1. Μια κατάσταση στην οποία τα άκρα των δακτύλων και των δακτύλων γίνονται ευρεία και παχιά
- Ένα σύμπτωμα καρδιακής ή πνευμονικής νόσου
- συνώνυμο:
- κλαμπ