Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "club" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλαμπ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Club

[Λέσχη]
/kləb/

noun

1. A team of professional baseball players who play and travel together

  • "Each club played six home games with teams in its own division"
    synonym:
  • baseball club
  • ,
  • ball club
  • ,
  • club
  • ,
  • nine

1. Μια ομάδα επαγγελματιών παικτών του μπέιζμπολ που παίζουν και ταξιδεύουν μαζί

  • "Κάθε σύλλογος έπαιξε έξι εντός έδρας παιχνίδια με ομάδες στη δική του κατηγορία"
    συνώνυμο:
  • μπέιζμπολ
  • ,
  • μπαλαντέρ
  • ,
  • λέσχη
  • ,
  • εννέα

2. A formal association of people with similar interests

  • "He joined a golf club"
  • "They formed a small lunch society"
  • "Men from the fraternal order will staff the soup kitchen today"
    synonym:
  • club
  • ,
  • social club
  • ,
  • society
  • ,
  • guild
  • ,
  • gild
  • ,
  • lodge
  • ,
  • order

2. Επίσημη ένωση ατόμων με παρόμοια συμφέροντα

  • "Εντάχθηκε σε ένα γκολφ κλαμπ"
  • "Σχημάτισαν μια μικρή κοινωνία μεσημεριανού γεύματος"
  • "Οι άνδρες από την αδελφική τάξη θα στελεχώνουν την κουζίνα σούπας σήμερα"
    συνώνυμο:
  • λέσχη
  • ,
  • κοινωνικός σύλλογος
  • ,
  • κοινωνία
  • ,
  • συντεχνία
  • ,
  • επιχρυσωμένοσ
  • ,
  • ενοικιάζω
  • ,
  • παραγγελία

3. Stout stick that is larger at one end

  • "He carried a club in self defense"
  • "He felt as if he had been hit with a club"
    synonym:
  • club

3. Ραβδί που είναι μεγαλύτερο στο ένα άκρο

  • "Έφερε ένα κλαμπ σε αυτοάμυνα"
  • "Ένιωθε σαν να είχε χτυπηθεί με ένα κλαμπ"
    συνώνυμο:
  • λέσχη

4. A building that is occupied by a social club

  • "The clubhouse needed a new roof"
    synonym:
  • clubhouse
  • ,
  • club

4. Ένα κτίριο που καταλαμβάνεται από έναν κοινωνικό σύλλογο

  • "Το κλαμπ χρειαζόταν μια νέα στέγη"
    συνώνυμο:
  • κλαμπ
  • ,
  • λέσχη

5. Golf equipment used by a golfer to hit a golf ball

    synonym:
  • golf club
  • ,
  • golf-club
  • ,
  • club

5. Εξοπλισμός γκολφ που χρησιμοποιείται από έναν παίκτη γκολφ για να χτυπήσει μια μπάλα του γκολφ

    συνώνυμο:
  • γκολφ κλαμπ
  • ,
  • γκολφ-κλαμπ
  • ,
  • λέσχη

6. A playing card in the minor suit that has one or more black trefoils on it

  • "He led a small club"
  • "Clubs were trumps"
    synonym:
  • club

6. Μια κάρτα παιχνιδιού στο μικρό κοστούμι που έχει ένα ή περισσότερα μαύρα τρέφη σε αυτό

  • "Ηγήθηκε ενός μικρού κλαμπ"
  • "Τα κλαμπ ήταν παραπλάσματα"
    συνώνυμο:
  • λέσχη

7. A spot that is open late at night and that provides entertainment (as singers or dancers) as well as dancing and food and drink

  • "Don't expect a good meal at a cabaret"
  • "The gossip columnist got his information by visiting nightclubs every night"
  • "He played the drums at a jazz club"
    synonym:
  • cabaret
  • ,
  • nightclub
  • ,
  • night club
  • ,
  • club
  • ,
  • nightspot

7. Ένα σημείο ανοιχτό αργά το βράδυ και που προσφέρει ψυχαγωγία (ας τραγουδιστές ή χορευτές), καθώς και χορό και φαγητό και ποτό

  • "Μην περιμένετε ένα καλό γεύμα σε ένα καμπαρέ"
  • "Ο αρθρογράφος των κουτσομπολιών πήρε τις πληροφορίες του επισκεπτόμενος νυχτερινά κέντρα κάθε βράδυ"
  • "Έπαιξε τα ντραμς σε ένα κλαμπ τζαζ"
    συνώνυμο:
  • καμπαρέ
  • ,
  • νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
  • ,
  • νυχτερινό κέντρο
  • ,
  • λέσχη

verb

1. Unite with a common purpose

  • "The two men clubbed together"
    synonym:
  • club

1. Ενωθείτε με έναν κοινό σκοπό

  • "Οι δύο άνδρες συνενώθηκαν"
    συνώνυμο:
  • λέσχη

2. Gather and spend time together

  • "They always club together"
    synonym:
  • club

2. Συγκεντρώστε και περάστε χρόνο μαζί

  • "Πάντα συναναστρέφονται μαζί"
    συνώνυμο:
  • λέσχη

3. Strike with a club or a bludgeon

    synonym:
  • club
  • ,
  • bludgeon

3. Απεργία με ένα κλαμπ ή ένα μπλουντρούμι

    συνώνυμο:
  • λέσχη
  • ,
  • βλεντζεόν

4. Gather into a club-like mass

  • "Club hair"
    synonym:
  • club

4. Συγκεντρωθείτε σε μια μάζα σαν σύλλογος

  • "Μαλλιά κλαμπ"
    συνώνυμο:
  • λέσχη

Examples of using

The club failed to pass our resolution.
Ο σύλλογος δεν κατάφερε να περάσει το ψήφισμά μας.
Tom was well received in the club.
Ο Τομ ήταν καλά δεκτός στο κλαμπ.
All the members of the club were present at the meeting.
Όλα τα μέλη του συλλόγου ήταν παρόντα στη συνάντηση.