Translation meaning & definition of the word "cloying" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσκολλώντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cloying
[Συνδέω]/klɔɪɪŋ/
adjective
1. Overly sweet
- synonym:
- cloying ,
- saccharine ,
- syrupy ,
- treacly
1. Υπερβολικά γλυκό
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- σακχαρίνη ,
- σιροπιαστός ,
- παραφρικτά