Translation meaning & definition of the word "clove" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "γαρύφαλλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clove
[Γαρύφαλλο]/kloʊv/
noun
1. Aromatic flower bud of a clove tree
- Yields a spice
- synonym:
- clove
1. Αρωματικό μπουμπούκι λουλουδιών ενός δέντρου γαρύφαλλου
- Αποδίδει ένα μπαχαρικό
- συνώνυμο:
- γαρύφαλλο
2. Moderate sized very symmetrical red-flowered evergreen widely cultivated in the tropics for its flower buds which are source of cloves
- synonym:
- clove ,
- clove tree ,
- Syzygium aromaticum ,
- Eugenia aromaticum ,
- Eugenia caryophyllatum
2. Μέτριου μεγέθους πολύ συμμετρικό αειθαλές με κόκκινα άνθη που καλλιεργείται ευρέως στις τροπικές περιοχές για τα μπουμπούκια των ανθέων του που είναι πηγή γαρίφαλου
- συνώνυμο:
- γαρύφαλλο ,
- γαρύφαλλο δέντρο ,
- Syzygium aromaticum ,
- Ευγενία αρωματική ,
- Eugenia caryophyllatum
3. One of the small bulblets that can be split off of the axis of a larger garlic bulb
- synonym:
- clove ,
- garlic clove
3. Ένας από τους μικρούς βολβούς που μπορούν να χωριστούν από τον άξονα ενός μεγαλύτερου βολβού σκόρδου
- συνώνυμο:
- γαρύφαλλο ,
- σκελίδα σκόρδου
4. Spice from dried unopened flower bud of the clove tree
- Used whole or ground
- synonym:
- clove
4. Μπαχαρικό από αποξηραμένο μπουμπούκι λουλουδιών που δεν έχει ανοιχτεί του δέντρου γαρύφαλλου
- Χρησιμοποιημένος ολόκληρος ή έδαφος
- συνώνυμο:
- γαρύφαλλο