Translation meaning & definition of the word "clout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσκόλληση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clout
[Συναγωνίζομαι]/klaʊt/
noun
1. A target used in archery
- synonym:
- clout
1. Ένας στόχος που χρησιμοποιείται στην τοξοβολία
- συνώνυμο:
- επιτίθεμαι
2. Special advantage or influence
- "The chairman's nephew has a lot of pull"
- synonym:
- pull ,
- clout
2. Ειδικό πλεονέκτημα ή επιρροή
- "Ο ανιψιός του προέδρου έχει πολλή έλξη"
- συνώνυμο:
- τραβώ ,
- επιτίθεμαι
3. A short nail with a flat head
- Used to attach sheet metal to wood
- synonym:
- clout nail ,
- clout
3. Ένα κοντό καρφί με επίπεδο κεφάλι
- Χρησιμοποιημένος για να συνδέσει το μέταλλο φύλλων στο ξύλο
- συνώνυμο:
- καρφί προσκόλλησης ,
- επιτίθεμαι
4. (boxing) a blow with the fist
- "I gave him a clout on his nose"
- synonym:
- punch ,
- clout ,
- poke ,
- lick ,
- biff ,
- slug
4. (πυγμα) ένα χτύπημα με τη γροθιά
- "Του έδωσα μια επιρροή στη μύτη του"
- συνώνυμο:
- τραβώ ,
- επιτίθεμαι ,
- πουκ ,
- γλείψιμο ,
- παραπονιέμαι ,
- γυμνοσάλιαγκας
verb
1. Strike hard, especially with the fist
- "He clouted his attacker"
- synonym:
- clout
1. Χτυπήστε σκληρά, ειδικά με τη γροθιά
- "Καταπιάστηκε με τον επιτιθέμενο"
- συνώνυμο:
- επιτίθεμαι
Examples of using
My father has a lot of clout at city hall.
Ο πατέρας μου έχει πολλή επιρροή στο δημαρχείο.