Translation meaning & definition of the word "clouded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνδεδεμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clouded
[Συννεφιάζω]/klaʊdɪd/
adjective
1. Made troubled or apprehensive or distressed in appearance
- "His face was clouded with unhappiness"
- synonym:
- clouded
1. Γίνεται ταραγμένος ή ανήσυχος ή δυσαρεστημένος στην εμφάνιση
- "Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο δυστυχία"
- συνώνυμο:
- θολώνω
2. Filled or abounding with clouds
- synonym:
- cloud-covered ,
- clouded ,
- overcast ,
- sunless
2. Γεμάτο ή αφθονία με σύννεφα
- συνώνυμο:
- καλυμμένος με σύννεφα ,
- θολώνω ,
- παραγεμίζω ,
- ανήλιος
3. Mentally disordered
- "A mind clouded by sorrow"
- synonym:
- clouded
3. Διαταραγμένος ψυχικά
- "Ένα μυαλό που είναι σκεπασμένο από τη θλίψη"
- συνώνυμο:
- θολώνω
4. Unclear in form or expression
- "The blurred aims of the group"
- "Sometimes one understood clearly and sometimes the meaning was clouded"- h.g.wells
- synonym:
- blurred ,
- clouded
4. Ασαφές σε μορφή ή έκφραση
- "Οι θολοί στόχοι της ομάδας"
- "Μερικές φορές κάποιος καταλάβαινε καθαρά και μερικές φορές το νόημα ήταν θολό" - χ.γ. γουέλς
- συνώνυμο:
- θολόσ ,
- θολώνω