Translation meaning & definition of the word "closure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλείσιμο" στην ελληνική γλώσσα
Closure
[Κλείσιμο]noun
1. Approaching a particular destination
- A coming closer
- A narrowing of a gap
- "The ship's rapid rate of closing gave them little time to avoid a collision"
- synonym:
- closing ,
- closure
1. Προσεγγίζοντας έναν συγκεκριμένο προορισμό
- Ένας πλησιέστερος
- Μια στένωση ενός κενού
- "Ο γρήγορος ρυθμός κλεισίματος του πλοίου τους έδωσε λίγο χρόνο για να αποφύγουν μια σύγκρουση"
- συνώνυμο:
- κλείσιμο
2. A rule for limiting or ending debate in a deliberative body
- synonym:
- closure ,
- cloture ,
- gag rule ,
- gag law
2. Ένας κανόνας για τον περιορισμό ή τον τερματισμό της συζήτησης σε ένα συζητητικό όργανο
- συνώνυμο:
- κλείσιμο ,
- πήξη ,
- αγώνας ,
- αγώνας των παιγνίων
3. A gestalt principle of organization holding that there is an innate tendency to perceive incomplete objects as complete and to close or fill gaps and to perceive asymmetric stimuli as symmetric
- synonym:
- closure ,
- law of closure
3. Μια αρχή της οργάνωσης που υποστηρίζει ότι υπάρχει μια έμφυτη τάση να αντιλαμβάνονται ελλιπή αντικείμενα ως πλήρη
- συνώνυμο:
- κλείσιμο ,
- νόμος του κλεισίματος
4. Something settled or resolved
- The outcome of decision making
- "They finally reached a settlement with the union"
- "They never did achieve a final resolution of their differences"
- "He needed to grieve before he could achieve a sense of closure"
- synonym:
- settlement ,
- resolution ,
- closure
4. Κάτι τακτοποιημένο ή λυμένο
- Το αποτέλεσμα της λήψης αποφάσεων
- "Τελικά έφτασαν σε μια συμφωνία με την ένωση"
- "Ποτέ δεν πέτυχαν την τελική επίλυση των διαφορών τους"
- "Έπρεπε να θρηνήσει πριν μπορέσει να επιτύχει μια αίσθηση κλεισίματος"
- συνώνυμο:
- οικισμός ,
- ψήφισμα ,
- κλείσιμο
5. An obstruction in a pipe or tube
- "We had to call a plumber to clear out the blockage in the drainpipe"
- synonym:
- blockage ,
- block ,
- closure ,
- occlusion ,
- stop ,
- stoppage
5. Μια απόφραξη σε ένα σωλήνα ή σωλήνα
- "Έπρεπε να καλέσουμε έναν υδραυλικό για να καθαρίσουμε το μπλοκάρισμα στο σωλήνα αποχέτευσης"
- συνώνυμο:
- απόφραξη ,
- μπλοκ ,
- κλείσιμο ,
- σταματώ ,
- διακοπή
6. The act of blocking
- synonym:
- blockage ,
- closure ,
- occlusion
6. Η πράξη του αποκλεισμού
- συνώνυμο:
- απόφραξη ,
- κλείσιμο
7. Termination of operations
- "They regretted the closure of the day care center"
- synonym:
- closure ,
- closedown ,
- closing ,
- shutdown
7. Τερματισμός των εργασιών
- "Μετάνιωσαν για το κλείσιμο του κέντρου ημερήσιας φροντίδας"
- συνώνυμο:
- κλείσιμο ,
- κλειστό
verb
1. Terminate debate by calling for a vote
- "Debate was closured"
- "Cloture the discussion"
- synonym:
- closure ,
- cloture
1. Τερματίστε τη συζήτηση ζητώντας ψηφοφορία
- "Η συζήτηση έκλεισε"
- "Περιγράψτε τη συζήτηση"
- συνώνυμο:
- κλείσιμο ,
- πήξη